- αρματηλατώ
- ἁρματηλατῶ (-έω) (Α) [αρματηλάτης]οδηγώ άρμα, κινούμαι με άρμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοηλατώ — (I) βοηλατῶ ( έω) (Α) [βοηλάτης] 1. κλέβω βόδια 2. κεντρίζω το βόδι να προχωρήσει 3. βόσκω βόδια. (II) βοηλατῶ ( έω) (Α) βγάζω φωνή, φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοή + ηλατώ < ηλατης < ελαύνω (πρβλ. αγηλατώ, αρματηλατώ, ονηλατώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek